ξεκολλημός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεκολλημός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεκολλημός αρσενικό
- η απομάκρυνση από κάποιον ή κάποια δραστηριότητα. Χρησιμοποιείται συνήθως ως μέρος της φράσης δεν έχει ξεκολλημό
- έβλεπαν τέσσερεις ώρες τηλεόραση, ξεκολλημό δεν είχαν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεκολλημός
|