ξεκουκούλωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεκουκούλωμα τα ξεκουκουλώματα
      γενική του ξεκουκουλώματος των ξεκουκουλωμάτων
    αιτιατική το ξεκουκούλωμα τα ξεκουκουλώματα
     κλητική ξεκουκούλωμα ξεκουκουλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεκουκούλωμα < ξεκουκουλώνω + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεκουκούλωμα[1] ουδέτερο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]