ξεμούχλιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεμούχλιασμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεμούχλιασμα ουδέτερο
- η αφαίρεση της μούχλας από κάτι
- (μεταφορικά) η αναζωογόνηση, η επάνοδος της ζωντάνιας (ανθρώπου, αντικειμένου)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεμούχλιασμα
|