ξενέρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξενέρισμα < ξενερίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξενέρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξενερίζω
- (ναυτικός όρος): η μερική ανάδυση, ιδίως της έλικας πλοίου, όταν εξέχει της επιφάνειας της θάλασσας είτε λόγω κυματισμού, είτε μετά από ξεσαβούρωμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξενέρισμα
|