ξενέρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξενέρισμα τα ξενερίσματα
      γενική του ξενερίσματος των ξενερισμάτων
    αιτιατική το ξενέρισμα τα ξενερίσματα
     κλητική ξενέρισμα ξενερίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξενέρισμα < ξενερίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξενέρισμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξενερίζω
  2. (ναυτικός όρος): η μερική ανάδυση, ιδίως της έλικας πλοίου, όταν εξέχει της επιφάνειας της θάλασσας είτε λόγω κυματισμού, είτε μετά από ξεσαβούρωμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]