ξεπροβόδισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεπροβόδισμα < ξεπροβοδίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεπροβόδισμα ουδέτερο
- η ευγενική συνοδεία ενός φιλοξενούμενου που αναχωρεί μέχρι και έξω από την πόρτα του σπιτιού, του γραφείου κ.λπ. με παράλληλη έκφραση ευχών για το ταξίδι που έχει μπροστά του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεπροβόδισμα
|