ξεπόρτισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεπόρτισμα τα ξεπορτίσματα
      γενική του ξεπορτίσματος των ξεπορτισμάτων
    αιτιατική το ξεπόρτισμα τα ξεπορτίσματα
     κλητική ξεπόρτισμα ξεπορτίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεπόρτισμα < ξεπορτίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεπόρτισμα ουδέτερο

  • (λαϊκότροπο) η έξοδος από το σπίτι για τρόπο διασκέδασης που συνήθως δεν εγκρίνουν όσοι μένουν μέσα στο σπίτι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]