ξερόβρυση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξερόβρυση | οι | ξεροβρύσεις |
γενική | της | ξερόβρυσης* | των | ξεροβρύσεων |
αιτιατική | την | ξερόβρυση | τις | ξεροβρύσεις |
κλητική | ξερόβρυση | ξεροβρύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ξεροβρύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξερόβρυση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξερόβρυση
|