ξεσπίτωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεσπίτωμα τα ξεσπιτώματα
      γενική του ξεσπιτώματος των ξεσπιτωμάτων
    αιτιατική το ξεσπίτωμα τα ξεσπιτώματα
     κλητική ξεσπίτωμα ξεσπιτώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεσπίτωμα < ξεσπιτώνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεσπίτωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]