ξεσπίτωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεσπίτωμα < ξεσπιτώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεσπίτωμα ουδέτερο
- η στέρηση της κατοικίας σε άτομο ή οικογένεια, ο εξαναγκασμός του να απομακρυνθεί από την εστία του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεσπίτωμα
|