ξετρύπωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξετρύπωμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξετρυπώνω
- η ανεύρεση κάποιου ατόμου ή ζώου που κρύβεται
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξετρύπωμα
|