ξοδιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξοδιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξοδιάζω και ἐξοδιάζω < ελληνιστική κοινή ἐξοδιάζω[1] < ἔξοδος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ksoˈðʝa.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

ξοδιάζω, αόρ.: ξόδιασα, παθ.φωνή: ξοδιάζομαι, π.αόρ.: ξοδιάστηκα, μτχ.π.π.: ξοδιασμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ξοδιάζω