ξόδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξόδι τα ξόδια
      γενική του ξοδιού των ξοδιών
    αιτιατική το ξόδι τα ξόδια
     κλητική ξόδι ξόδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξόδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξόδι και ἐξόδιον < αρχαία ελληνική ἐξόδιον[1] μέλος (το τέλος μιας τραγωδίας)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkso.ði/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξόδι ουδέτερο (λαϊκότροπο)

  • η εξόδιος ακολουθία
  • η κηδεία
    ※  Θα είν' αργά όταν θα ανακαλύψεις τη συνωμοσία, θα είν' αργά όταν θα βρισκόμαστε στο ξόδι. (Terror X Crew, Το ξόδι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξόδι < και ἐξόδιον < αρχαία ελληνική ἐξόδιος, ἐξόδιον[1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ξόδι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξόδι ουδέτερο

  1. άλλη μορφή του ἐξόδιον: κηδεία
    ※  κι’ ἁρπῶ νυφάδες καὶ γαμπρούς, γέροντες καὶ κοπέλια,
    καὶ κάνω ’ξόδια τσῆ χαραῖς καὶ κλάϋματα τὰ γέλοια
    Γεώργιος Χορτάτσης, Ερωφίλη (1595), Πρόλoγος, στίχοι 83‑84. Έκδ. Κωνσταντίνου Σάθα. Βενετία: Τύποις Φοίνικος, 1878 pdf@anemi πρόσβαση:2019.05.25.
    (μεταγραφή) και αρπώ νυφάδες και γαμπρούς, γέροντες και κοπέλια, και κάνω ξόδια τσι χαρές και κλάυματα τα γέλια

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ξόδι Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].