ξυλοφόρτωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξυλοφόρτωμα < ξυλοφορτώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξυλοφόρτωμα ουδέτερο
- το άγριο και ασταμάτητο χτύπημα
ξυλοφόρτωμα ουδέτερο