οινοζύμωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οινοζύμωση οι οινοζυμώσεις
      γενική της οινοζύμωσης των οινοζυμώσεων
    αιτιατική την οινοζύμωση τις οινοζυμώσεις
     κλητική οινοζύμωση οινοζυμώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οινοζύμωση < οινο- + ζύμωση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οινοζύμωση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]