οινοζύμωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οινοζύμωση | οι | οινοζυμώσεις |
γενική | της | οινοζύμωσης | των | οινοζυμώσεων |
αιτιατική | την | οινοζύμωση | τις | οινοζυμώσεις |
κλητική | οινοζύμωση | οινοζυμώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οινοζύμωση θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη οινοποιία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οινοζύμωση
|