ολιγομέλεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολιγομέλεια < ολιγομελής + -εια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ολιγομέλεια θηλυκό
- η ιδιότητα του ολιγομελούς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολιγομέλεια
|