ορκοληψία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορκοληψία οι ορκοληψίες
      γενική της ορκοληψίας των ορκοληψιών
    αιτιατική την ορκοληψία τις ορκοληψίες
     κλητική ορκοληψία ορκοληψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορκοληψία< όρκος + -ληψία· μαρτυρείται από το 1834 στους Ελληνικούς Κώδικες[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ορκοληψία θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.