παλιόχαρτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλιόχαρτο ουδέτερο
- κομμάτι χαρτί που δεν μπορεί πια να χρησιμοποιηθεί και πρέπει να πεταχτεί
- έγγραφο με ενοχλητικό για τον ομιλητή περιεχόμενο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλιόχαρτο
|