παλιόχαρτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλιόχαρτο τα παλιόχαρτα
      γενική του παλιόχαρτου των παλιόχαρτων
    αιτιατική το παλιόχαρτο τα παλιόχαρτα
     κλητική παλιόχαρτο παλιόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλιόχαρτο < παλιο- + χαρτί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παλιόχαρτο ουδέτερο

  1. κομμάτι χαρτί που δεν μπορεί πια να χρησιμοποιηθεί και πρέπει να πεταχτεί
  2. έγγραφο με ενοχλητικό για τον ομιλητή περιεχόμενο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]