παραξενεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραξενεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος παραξενεύω < παράξενος < αρχαία ελληνική παράξενος < παρά + ξένος
Ρήμα[επεξεργασία]
παραξενεύομαι
- μου προκαλείται έκπληξη, απορώ, εκπλήσσομαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραξενεύομαι
|