παρερμήνευμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρερμήνευμα < ελληνιστική κοινή παρερμήνευμα < παρερμηνεύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρερμήνευμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του παρερμηνεύω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρερμήνευμα
|