πεεκτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεεκτομή < πε(ος) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική αφαίρεση πέους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεεκτομή
|