περίτριμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περίτριμμα < περί- + τρίμμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περίτριμμα ουδέτερο
- αυτό που αποβάλλεται με τριβή από κάτι, απότριμμα, θρύμμα, απόρριμα
- ※ Με τα περιτρίμματα της κομματοκρατίας θα ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη εταίρων και αγορών;(Στέφανος Κασιμάτης, Τα περιτρίμματα του κομματικού συστήματος, Η Καθημερινή, 09/12/2012 [1])
- απόβρασμα τής κοινωνίας, σκουπίδι, κάθαρμα