περιπτωσιολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιπτωσιολογία οι περιπτωσιολογίες
      γενική της περιπτωσιολογίας των περιπτωσιολογιών
    αιτιατική την περιπτωσιολογία τις περιπτωσιολογίες
     κλητική περιπτωσιολογία περιπτωσιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιπτωσιολογία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιπτωσιολογία θηλυκό

  • ειδική, στοχευμένη, (όχι του γενικού πληθυσμού, όχι συγκριτική [δύναται να γίνει σύγκριση μετά το πέρας της μελέτης με άλλα δεδομένα που όμως δεν αποτελούν μέρος της περιπτωσιολογικής μελέτης]) συλλογή δεδομένων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]