πηγαδομούνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πηγαδομούνα οι πηγαδομούνες
      γενική της πηγαδομούνας
    αιτιατική την πηγαδομούνα τις πηγαδομούνες
     κλητική πηγαδομούνα πηγαδομούνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πηγαδομούνα < πηγάδι + μουνί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πηγαδομούνα θηλυκό

  1. η γυναίκα που λόγω των συχνών σεξουαλικών της επαφών, το αιδοίο της έχει αποκτήσει μέγεθος
    Την βλέπεις αυτή; Τρεις τρεις τους παίρνει τους άντρες. Πηγαδομούνα σου λέω...