πηγαδομούνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πηγαδομούνα | οι | πηγαδομούνες |
γενική | της | πηγαδομούνας | — | |
αιτιατική | την | πηγαδομούνα | τις | πηγαδομούνες |
κλητική | πηγαδομούνα | πηγαδομούνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πηγαδομούνα θηλυκό
- η γυναίκα που λόγω των συχνών σεξουαλικών της επαφών, το αιδοίο της έχει αποκτήσει μέγεθος
- Την βλέπεις αυτή; Τρεις τρεις τους παίρνει τους άντρες. Πηγαδομούνα σου λέω...