πλάνταγμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλάνταγμα τα πλαντάγματα
      γενική του πλαντάγματος των πλανταγμάτων
    αιτιατική το πλάνταγμα τα πλαντάγματα
     κλητική πλάνταγμα πλαντάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλάνταγμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλάνταγμα ουδέτερο

  1. αβάσταχτη στεναχώρια
  2. πρόκληση ή ξέσπασμα ασυγκράτητου πάθους

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]