πλαστούργημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλαστούργημα < ελληνιστική κοινή πλαστούργημα < πλαστουργέω / πλαστουργῶ < πλαστουργός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλαστούργημα ουδέτερο
- (λόγιο, σπάνιο) το αποτέλεσμα του πλαστουργώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλαστούργημα
|