προγύμναση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προγύμναση | οι | προγυμνάσεις |
γενική | της | προγύμνασης* | των | προγυμνάσεων |
αιτιατική | την | προγύμναση | τις | προγυμνάσεις |
κλητική | προγύμναση | προγυμνάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προγυμνάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προγύμναση < προγυμνάζω + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προγύμναση θηλυκό
- (παρωχημένο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προγυμνάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προγύμναση
|