προσεπικαλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσεπικαλώ < ελληνιστική κοινή προσεπικαλέω < αρχαία ελληνική πρός + ἐπικαλέω < ἐπί + καλέω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική mettre en cause[1])

Ρήμα[επεξεργασία]

προσεπικαλώ (παθητική φωνή: προσεπικαλούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. προσεπικαλώΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)