πρωτεργάτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πρωτεργάτις | αἱ | πρωτεργάτιδες | ||||
γενική | τῆς | πρωτεργάτιδος | τῶν | πρωτεργατίδων | ||||
δοτική | τῇ | πρωτεργάτιδι | ταῖς | πρωτεργάτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | πρωτεργάτιν | τὰς | πρωτεργάτιδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | πρωτεργάτι | πρωτεργάτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρωτεργάτις, -ιδος θηλυκό
- (καθαρεύουσα) θηλυκό του πρωτεργάτης: η πρωτεργάτρια
Πηγές[επεξεργασία]
- πρωτεργάτης (θηλ. πρωτεργάτις -ιδος) - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .