πυράδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυράδα οι πυράδες
      γενική της πυράδας των πυράδων
    αιτιατική την πυράδα τις πυράδες
     κλητική πυράδα πυράδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυράδα < πύρα + -άδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυράδα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]