ρουχικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρουχικό | τα | ρουχικά |
γενική | του | ρουχικού | των | ρουχικών |
αιτιατική | το | ρουχικό | τα | ρουχικά |
κλητική | ρουχικό | ρουχικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρουχικό ουδέτερο
- (οικείο) (συνήθως στον πληθυντικό) ο ρουχισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρουχικό
|