σίχαμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σίχαμα | τα | σιχάματα |
γενική | του | σιχάματος | των | σιχαμάτων |
αιτιατική | το | σίχαμα | τα | σιχάματα |
κλητική | σίχαμα | σιχάματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σίχαμα < σιχαίνομαι + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σίχαμα ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σιχαίνομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σίχαμα
|