σαρδανάπαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαρδανάπαλος οι σαρδανάπαλοι
      γενική του σαρδανάπαλου των σαρδανάπαλων
    αιτιατική τον σαρδανάπαλο τους σαρδανάπαλους
     κλητική σαρδανάπαλε σαρδανάπαλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαρδανάπαλος < από το εξελληνισμένο όνομα του βασιλιά της Ασσυρίας Σαρδανάπαλου (Ασσουρμπανιπάλ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαρδανάπαλος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]