σκωτσέζικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα σκωτσέζικα
      γενική των σκωτσέζικων
    αιτιατική τα σκωτσέζικα
     κλητική σκωτσέζικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

σκωτσέζικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σκωτσέζικος στον πληθυντικό - → δείτε και τη λέξη Σκωτία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκωτσέζικα ουδέτερο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

σκωτσέζικα < σκωτσέζικ(ος) +

Επίρρημα[επεξεργασία]

σκωτσέζικα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σκωτσέζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό