σκωτσέζικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | σκωτσέζικα | ||
γενική | των | σκωτσέζικων | ||
αιτιατική | τα | σκωτσέζικα | ||
κλητική | σκωτσέζικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- σκωτσέζικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σκωτσέζικος στον πληθυντικό - → δείτε και τη λέξη Σκωτία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκωτσέζικα ουδέτερο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) χαρακτηρισμός σωοτικής γλώσσας που μιλιέται στη Σκωτία. Μπορεί να είναι:
- η γλώσσα σκοτς
- ή τα σκωτικά γαελικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- σκωτσέζικα < σκωτσέζικ(ος) + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
σκωτσέζικα
- με σκωτσέζικο τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκωτσέζικα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σκωτσέζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σκωτσέζικος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)