σπιτονοικοκυρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπιτονοικοκυρά < σπιτονοικοκύρης + -α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπιτονοικοκυρά θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπιτονοικοκυρά