σταμνάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σταμνάς | οι | σταμνάδες |
γενική | του | σταμνά | των | σταμνάδων |
αιτιατική | τον | σταμνά | τους | σταμνάδες |
κλητική | σταμνά | σταμνάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σταμνάς αρσενικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταμνάς
→ δείτε τη λέξη αγγειοπλάστης |