στραβοξυλιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στραβοξυλιά οι στραβοξυλιές
      γενική της στραβοξυλιάς των στραβοξυλιών
    αιτιατική τη στραβοξυλιά τις στραβοξυλιές
     κλητική στραβοξυλιά στραβοξυλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στραβοξυλιά < στραβο- + -ξυλιά • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στραβοξυλιά θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]