συνυποσχετικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνυποσχετικό < συν και υποσχετικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνυποσχετικό ουδέτερο
- συμφωνητικό, η έγγραφη διαβεβαίωση ή υπόσχεση από δύο ή περισσότερα πρόσωπα για την τήρηση κάποιων συμφωνηθέντων, τα οποία συμφωνήθηκαν εκείνη ή κάποια προγενέστερη στιγμή.