συχώρεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συχώρεση | οι | συχωρέσεις |
γενική | της | συχώρεσης* | των | συχωρέσεων |
αιτιατική | τη | συχώρεση | τις | συχωρέσεις |
κλητική | συχώρεση | συχωρέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συχωρέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συχώρεση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συχώρεση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συχώρεση
|