σφιγκτηροτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφιγκτηροτομή < σφιγκτήρ(ος) + -ο- + -τομή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σφιγκτηροτομή θηλυκό
- (ιατρική) διατομή στον σφιγκτήρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σφιγκτηροτομή
|