σύριγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σύριγμα < αρχαία ελληνική σύριγμα < συρίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύριγμα ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σύριγμα
|