τουλπάνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τουλπάνι τα τουλπάνια
      γενική του τουλπανιού των τουλπανιών
    αιτιατική το τουλπάνι τα τουλπάνια
     κλητική τουλπάνι τουλπάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τουλπάνι < μεσαιωνική ελληνική τουλπάνι < ιταλική tolpan < τουρκική tülbent [1] < οθωμανική τουρκική تولبند (tülbend) < περσική دلبند (dolband)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τουλπάνι ουδέτερο

  1. τούλι
    Μιὰ λάμπα μὲ πολλὰ φῶτα, τυλιγμένη σὲ ψιλὸ τουλπάνι. (Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Το χαλί όπου παίζαμε ήτανε κόκκινο, 1996)
  2. κεφαλομάντιλο, κεφαλόδεσμος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]