τουφεκισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τουφεκισμός αρσενικό ή τυφεκισμός
- η εκτέλεση θανατικής ποινής με τουφέκια από εκτελεστικό απόσπασμα
- H πρώτη εκτέλεση με τουφεκισμό στην Πάτρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τουφεκισμός
|