τριχιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριχιά οι τριχιές
      γενική της τριχιάς των τριχιών
    αιτιατική την τριχιά τις τριχιές
     κλητική τριχιά τριχιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τριχιά < ελληνιστική τριχία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τριχιά θηλυκό

  1. το τρίχινο σχοινί, σχοινί που έχει φτιαχτεί από πλέξιμο τριχών
  2. (γενικότερα) χαρακτηρισμός για πολύ χοντρό σχοινί

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]