τριχιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τριχιά | οι | τριχιές |
γενική | της | τριχιάς | των | τριχιών |
αιτιατική | την | τριχιά | τις | τριχιές |
κλητική | τριχιά | τριχιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τριχιά < ελληνιστική τριχία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τριχιά θηλυκό
- το τρίχινο σχοινί, σχοινί που έχει φτιαχτεί από πλέξιμο τριχών
- (γενικότερα) χαρακτηρισμός για πολύ χοντρό σχοινί
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κάνω την τρίχα τριχιά: μεγαλοποιώ υπερβολικά τις καταστάσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τριχιά
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)