τσιμουδιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιμουδιά οι τσιμουδιές
      γενική της τσιμουδιάς των τσιμουδιών
    αιτιατική την τσιμουδιά τις τσιμουδιές
     κλητική τσιμουδιά τσιμουδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσιμουδιά < τσίμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσιμουδιά θηλυκό

  1. πολύ σιγανός ψίθυρος
    δεν θέλω να ακούσω ούτε τσιμουδιά

Επιφώνημα[επεξεργασία]

τσιμουδιά

  • ησυχία, σιωπή, ούτε λέξη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]