τσόπστικ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσόπστικ < αγγλική chopstick < chop + stick
Δύο τσόπστικ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσόπστικ ουδέτερο άκλιτο, (πληθυντικός) τσόπστικς

 συνώνυμα: ξυλάκι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]