τσόπστικ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσόπστικ ουδέτερο άκλιτο, (πληθυντικός) τσόπστικς
- λεπτή ράβδος (συνήθως σε ζευγάρι) από ξύλο ή άλλο υλικό που χρησιμοποιείται στην Ανατολική Ασία για τη λήψη του φαγητού