υαλόπλινθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υαλόπλινθος αρσενικό
- (αρχιτεκτονική, σπάνιο) πλίνθος φτιαγμένη από γυαλί, το υαλότουβλο
- ※ Τα οργανικά κατασκευαστικά στοιχεία του έργου (υποστυλώματα, brise-soleils, υαλόπλινθοι) αποτελούν ταυτόχρονα την πλαστική του διαμόρφωση . (Χαράλαμπος Α. Σφαέλλος, Αρχιτεκτονική. Η μορφή της σκέψης στο φυσικό χώρο, 1991)
- ※ με τη χρήση ενός φτηνού συγκριτικά υλικού , της υαλόμαζας, εισαγμένης και από την Ανατολή σε έτοιμη μορφή υαλόπλινθων ( glassingots ) τυποποιημένου σχήματος και βάρους (Αρχαιολογία, τεύχ. 94-96, 2005, σελ. 88)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υαλόπλινθος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υαλο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)