υποβραχιόνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποβραχιόνιο ουδέτερο
- (νεολογισμός) θήκη αντικειμένων ανάμεσα στο κάθισμα του οδηγού και του συνοδηγού του αυτοκινήτου
- στην καινούρια του έκδοση έχουν προσθέσει και υποβραχιόνιο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποβραχιόνιο
|