φαρμακίλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαρμακίλα οι φαρμακίλες
      γενική της φαρμακίλας
    αιτιατική τη φαρμακίλα τις φαρμακίλες
     κλητική φαρμακίλα φαρμακίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαρμακίλα < φάρμακ(ο) + -ίλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φαρμακίλα θηλυκό

  1. η έντονη μυρωδιά από φάρμακα
  2. μεταφορικα η πικρή γεύση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]