φεγγοβολώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φεγγοβολῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φεγγοβολώ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φεγγοβολῶ,[1] συνηρημένος τύπος του φεγγοβολέω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /feŋ.ɡo.voˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φεγ‐γο‐βο‐λώ

Ρήμα[επεξεργασία]

φεγγοβολώ/φεγγοβολάω, πρτ.: φεγγοβολούσα, αόρ.: φεγγοβόλησα, μτχ.π.π.: φεγγοβολημένος (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη φέγγος

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. φεγγοβολώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).