φρυάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φρυάζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φρυάσσω με μεταπλασμό σε -άζω < αρχαία ελληνική φρυάσσομαι[1]
Ρήμα[επεξεργασία]
φρυάζω, αόρ.: (ε)φρύαξα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λαϊκότροπο) γίνομαι έξαλλος
- ↪ Φρύαξε όταν είδε το γιο της να οδηγεί μεθυσμένος.
- ≈ συνώνυμα: εξοργίζομαι, νευριάζω, θυμώνω
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φρυάζω
→ δείτε τη λέξη εξοργίζομαι |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ φρυάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άζω (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)