φυσιόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Χρειάζεται έλεγχος. Επίσης, να γίνει σημείωση σχετικά με το φυσάω. ‑‑Sarri.greek  | 09:14, 28 Μαρτίου 2023 (UTC).


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

φυσιόω < φύσις • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα[επεξεργασία]

φυσιόω

  1. απορρίπτω κάτι με φυσικό τρόπο, αποθέτω
  2. (στην παθητική φωνή) έχει γίνει δεύτερη φύση μου, είναι παγιωμένο, ριζωμένο

Παράγωγα[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

φυσιόω < φῦσα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα[επεξεργασία]

φυσιόω

  1. (ελληνιστική κοινή) φουσκώνω (από περηφάνια, αλαζονεία)
    ※  1ος/2ος αιώνας κε Καινή Διαθήκη, Προς Κορινθίους Α', 8.2 @scaife.perseus
    ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ δὲ ἀγάπη οἰκοδομεῖ.
    Η γνώσι φουσκώνει τα μυαλά με έπαρση, ενώ η αγάπη οικοδομεί.
    Μετάφραση: Νικόλαος Σωτηρόπουλος, @archive.org

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]