φυσιόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- φυσιόω < φύσις • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα[επεξεργασία]
φυσιόω
- απορρίπτω κάτι με φυσικό τρόπο, αποθέτω
- (στην παθητική φωνή) έχει γίνει δεύτερη φύση μου, είναι παγιωμένο, ριζωμένο
Παράγωγα[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- φυσιόω < φῦσα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα[επεξεργασία]
φυσιόω
- (ελληνιστική κοινή) φουσκώνω (από περηφάνια, αλαζονεία)
- ※ 1ος/2ος αιώνας κε ⌘ Καινή Διαθήκη, Προς Κορινθίους Α', 8.2 @scaife.perseus
- ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ δὲ ἀγάπη οἰκοδομεῖ.
- Η γνώσι φουσκώνει τα μυαλά με έπαρση, ενώ η αγάπη οικοδομεί.
- Μετάφραση: Νικόλαος Σωτηρόπουλος, @archive.org
- ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ δὲ ἀγάπη οἰκοδομεῖ.
- ※ 1ος/2ος αιώνας κε ⌘ Καινή Διαθήκη, Προς Κορινθίους Α', 8.2 @scaife.perseus
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- φυσιόω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φυσιόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Σελίδες που χρειάζονται έλεγχο (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ρήματα (ελληνιστική κοινή)
- Ρηματικές φωνές (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)